- διόγνητος
- Διόγνητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διόγνητος — διόγνητος, ον (Α) ο διογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο * + γένητος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
Διόγνητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόγνητον — Διόγνητος masc/fem acc sg Διόγνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτοιο — Διόγνητος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτοιο — Διόγνητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτου — Διόγνητος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτου — Διόγνητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτων — Διόγνητος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτων — Διόγνητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτῳ — Διόγνητος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)